-
1 ῥακτήριος
II μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥ. broken, discordant (ψοφώδη καὶ θορυβώδη Hsch.
), Id.Fr.699.III ῥακτήριον· ὄρχησίς τις, Hsch.IV ῥακτήρια· τύμπανα, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥακτήριος
-
2 μέλος
A limb, in early writers always in pl., Il.7.131, Pi.N. 1.47, etc. ( κατὰ μέλος is corrupt for κατὰ μέρος in h.Merc. 419); μελέων ἔντοσθε within my bodily frame, A.Pers. 991 (lyr.), cf. Eu. 265 (lyr.); κατὰ μέλη ([etym.] - εα) limb by limb, like μελεϊστί, Pi.O.1.49, Hdt.1.119;τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μέρη Pl.Lg. 795e
; μέλη ποιεῖν dismember, LXX 2 Ma.1.16: later in sg., AP9.141, Gal.UP12.3,al.;ἡ κατὰ μέλος τομή Str.2.1.30
.2 metaph.,ἐσμὲν.. ἀλλήλων μέλη Ep.Rom.12.5
, cf. 1 Ep.Cor.6.15.B esp. musical member, phrase: hence, song, strain, first in h.Hom.19.16 (pl.), of the nightingale (the Hom. word being μολπή), cf. Thgn.761, etc.;μέλη βοῶν ἄναυλα S.Fr. 699
; esp. of lyric poetry,τὸ Ἀρχιλόχου μ. Pi.O.9.1
; ἐν μέλεϊ ποιέειν to write in lyric strain, Hdt.5.95, cf. 2.135; , cf. D.H. Comp.11;Ἀδμήτου μ. Cratin.236
; μέλη, τά, lyric poetry, choral songs, opp. Epic or Dramatic verse, Pl.R. 379a, 607a, al.; [μ.] ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ ib. 398d.2 music to which a song is set, tune, Arist.Po. 1450a14; opp. ῥυθμός, μέτρον, Pl.Grg. 502c; opp. ῥυθμός, ῥῆμα, Id.Lg. 656c; Κρητικόν, Καρικόν, Ἰωνικὸν μ., Cratin.222, Pl.Com.69.12,14: metaph., ἐν μέλει properly, correctly,ἐν μ. φθέγγεσθαι Pl.Sph. 227d
; παρὰ μέλος incorrectly, inopportunely,πὰρ μ. ἔρχομαι Pi.N.7.69
;παρὰ μ. φθέγξασθαι Pl.Phlb. 28b
, Lg. 696d;παρὰ μέλος λαμπρύνεσθαι Arist.EN 1123a22
, cf. EE 1233a39.3 melody of an instrument,φόρμιγξ δ' αὖ φθέγγοιθ' ἱερὸν μ. ἠδὲ καὶ αὐλός Thgn.761
;αὐλῶν πάμφωνον μ. Pi.P.12.19
;πηκτίδων μέλη S.Fr. 241
: generally, tone,μ. βοῆς E.El. 756
. [In h.Merc. 502 θεὸς δ' ὑπὸ καλὸν ἄεισεν must be read for θεὸς δ' ὑπὸ μέλος ἄεισεν, and Ἕλλησιν δ' ᾄδων μέλεα καὶ ἐλέγους is corrupt in Epigr. ap. Paus.10.7.6.]
См. также в других словарях:
ρακτήριος — α, ον, Α 1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει κανείς κάτι («ῥακτήρια κέντρα», Σοφ.) 2. αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, θορυβώδης («μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», Σοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥακτήριον ὄρχησίς τις» β) «ῥακτήρια… … Dictionary of Greek